Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Νέος Κώδικας Δεοντολογίας: Σε ποιες περιπτώσεις ψυχολόγοι δίνουν στοιχεία για ασθενείς τους

Μεριμνούν για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του υλικού που κατέχουν και αφορά στους ασθενείς τους, περιλαμβανομένων στοιχείων που διατηρούν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν οι ψυχολόγοι να παρέχουν στις Αρχές στοιχεία για το ιατρικό ιστορικό ασθενών τους, ενώ δεν μπορούν να παρουσιαστούν σε δικαστήριο ως μάρτυρες εναντίον τους.
Τα παραπάνω προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στον Κώδικα Δεοντολογίας Ψυχολόγων, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σύμφωνα με τον Κώδικα, πρωταρχική μέριμνα του ψυχολόγου κατά την παροχή των υπηρεσιών του είναι η κάλυψη των αναγκών του ανθρώπου ως βιοψυχοκοινωνικής και πνευματικής οντότητας.
Υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να παρέχει πληροφορίες: όταν έχει σχηματίσει τη γνώμη ότι κινδυνεύει η ζωή (ασφάλεια) του ασθενούς του ή η ζωή και η σωματική ακεραιότητα τρίτων προσώπων.
Στην περίπτωση αυτή, η ανακοίνωση γίνεται μόνο σε αρμόδια πρόσωπα ή φορείς (οικείους, κηδεμόνα, δικαιοσύνη).
Δεν επιτρέπεται στον ψυχολόγο να παρουσιασθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης ή κατηγορίας του ασθενή του.
Ο ψυχολόγος δεν συζητά, περιπτώσεις ασθενών του σε κύκλους έξω επαγγελματικούς ή μη συγγενών
επαγγελμάτων. Αν κατά τη διδασκαλία του ή στα συγγράμματα του θέλει να χρησιμοποιήσει υλικό ανάλογο, φροντίζει οπωσδήποτε να κατοχυρωθεί η απόλυτη ανωνυμία τους.
Ο ψυχολόγος μεριμνά για τη διαφύλαξη της ασφάλειας του υλικού που κατέχει και αφορά στους ασθενείς του, περιλαμβανομένων στοιχείων που διατηρεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Έρευνα
Κατά την διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών, πληροφορεί τους εξεταζόμενους για τις πτυχές της έρευνας, που πιθανώς να επηρέαζαν τη θέληση τους να συμμετέχουν σε αυτήν και δίνει εξηγήσεις σε θέματα που εγείρουν οι συμμετέχοντες.
Σε περιπτώσεις παιδιών ή ατόμων που αδυνατούν να δώσουν τη συγκατάθεση τους, πρέπει να ζητείται η συγκατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου τους.
Ο ερευνητής αναγνωρίζει το δικαίωμα στα συμμετέχοντα σε μια έρευνα υποκείμενα, να αποσυρθούν από την έρευνα, οποιαδήποτε στιγμή.
Κατά την διεξαγωγή ερευνών προσπαθεί να αποφεύγει υπέρμετρη κατανόηση, συγκίνηση ή ταλαιπωρία των εξεταζόμενων, σωματική ή ψυχική, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανηλίκους.
Εξετάζει, δε, προσεκτικά την πιθανότητα μακροπρόθεσμων ανεπιθύμητων συνεπειών στους συμμετέχοντες στην έρευνα και έχει την ευθύνη να τις επισημάνει και να τις αφαιρέσει, τροποποιώντας πιθανώς το πειραματικό σχέδιο, όσο αυτό είναι δυνατόν.
Ανάλογη φροντίδα πρέπει να λαμβάνεται και για τα πειραματόζωα μέσα στα πλαίσια των σχετικών πειραματισμών.
Δοκιμασία
Με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο ψυχολόγος αποφεύγει να επαναλάβει ψυχολογικές δοκιμασίες που έχουν ήδη γίνει από συνάδελφο του στο ίδιο πρόσωπο, πριν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Δεν επιτρέπεται να διαθέτει τα μέσα και τις δυνατότητες της επιστήμης για την ικανοποίηση αθέμιτων συμφερόντων και συμπεριφορών.
Απαγορεύεται να παρέχει στους ασθενείς του ιατρικές συμβουλές, αλλά οφείλει να τους παραπέμπει σε ιατρό αντίστοιχης ειδικότητας. Οφείλει να αρνηθεί τις υπηρεσίες του σε κάθε περίπτωση που κρίνει ότι δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις ή πείρα για την αντιμετώπιση ασθενή.
Δεν επιτρέπεται η διάδοση των τεστ μεταξύ προσώπων μη ειδικών, είτε ως κυκλοφορία τους, είτε ως ανατύπωση, ή περιγραφή τους σε εκλαϊκευτικές περιοδικές εκδόσεις, έντυπα, ή εκπομπές, καθώς και η χρησιμοποίηση τους για άλλους σκοπούς εκτός αυτούς της ψυχολογικής εκτίμησης.
Η χορήγηση, αξιολόγηση και ερμηνεία ψυχολογικών τεστ, από υπηρεσίες ή μονάδες που χρησιμοποιούν για αυτά ηλεκτρονικούς υπολογιστές, θεωρείται επαγγελματική δραστηριότητα και διέπεται από τις ανάλογες αρχές, τις οποίες ο υπεύθυνος της μονάδας και οι συνεργάτες του οφείλουν να εφαρμόζουν.
Γνωμάτευση
Σε περίπτωση που ο ψυχολόγος χρειασθεί να χορηγήσει γραπτή γνωμάτευση, οφείλει να αναφέρει μέσα τον αποδέκτη και τον σκοπό για τον οποίο χορηγείται.
Δεν επιτρέπεται η γραπτή ή προφορική ανακοίνωση του δείκτη νοημοσύνης (I.Q) σε ασθενείς και σε ιδρύματα ή υπηρεσίες όταν δεν διατηρούν ψυχολογικές υπηρεσίες.
Σε ασθενείς, η γραπτή ή προφορική ανακοίνωση δίνεται κατά την κρίση του, αναλόγως της βαρύτητας της νόσου.
Επιτρέπεται η ανακοίνωση να δίδεται σε γονείς ή κηδεμόνες ανηλίκων ή δικαστικούς συμπαραστάτες. Ανακοινώνεται μόνο η κατηγορία στην οποία ανήκει ο ασθενής (κανονική, ανώτερη).
Γενικά αποφεύγεται η ανακοίνωση κάθε λεπτομέρειας που μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνείες.
Διαφήμιση
Ο ψυχολόγος δεν μπορεί να διαφημίζεται στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ), στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ή μέσω διανομής και δημοσιοποίησης εντύπων και λοιπού υλικού.
Οι πινακίδες που αναρτώνται στο χώρο εργασίας του πρέπει να αναγράφουν αποκλειστικά και μόνον τη φράση “Γραφείο ψυχολόγου”, καθώς και το ονοματεπώνυμό του ή την επωνυμία της εταιρείας και οι διαστάσεις τους δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 2 x 0,50 μέτρα. Απαγορεύεται η επιδεικτική διακόσμηση και ο φωτισμός των πινακίδων.
Απαγορεύεται η δημοσίευση ανακοινώσεων για διαφημιστικό σκοπό ή για επαγγελματική επικράτηση.
Ο ψυχολόγος οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια και να προσλαμβάνει κάθε πράξη η οποία μπορεί να δημιουργήσει υπόνοιες ότι καταφεύγει σε αγυρτεία, εξαπάτηση, καταδέσμευση ή εκμετάλλευση των ασθενών του.
Δεν επιτρέπεται να εκφράζει απόψεις στα ΜΜΕ που μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση ή παραπλάνηση του κοινού για θέματα Υγείας. Ο περιορισμός αυτός ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών.
Διαδίκτυο
Οι ψυχολόγοι μπορούν να διατηρούν ιστοσελίδα στο Διαδίκτυο, στην οποία θα αναφέρεται ο χρόνος της τελευταίας της ενημέρωσης και οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.
Η ιστοσελίδα μπορεί να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις ή τη συνεργασία του με το Δημόσιο, τα Ταμεία ασθενείας και τους ασφαλιστικούς φορείς.
Οι πληροφορίες που παρέχονται στην ιστοσελίδα πρέπει να είναι ακριβείς, αντικειμενικές, κατανοητές και σύμφωνες με τον παρόντα Κώδικα. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να οδηγούν σε παραπλάνηση του κοινού ή σε έμμεση συγκριτική εκτίμηση προσόντων ή πτυχίων.
Απαγορεύεται η διενέργεια πράξεων ψυχολόγου και γενικά η άσκηση του επαγγέλματος διαδικτυακά, παρά μόνο στους χώρους που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία και σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται κάθε φορά.